- ξεθρακιάζω
- μετ. перемешивать, шевелить горячие угли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεθρακίζω — και ξεθρακιάζω και ξεθρακουνιάζω ανακατεύω τα κάρβουνα για να έλθουν στην επιφάνεια εκείνα που βρίσκονται στη στάχτη για να δυναμώσει η φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + θράκα] … Dictionary of Greek